- φιλυπόστροφος
- φιλυπόστροφοςapt to returnmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλυπόστροφος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει να επιστρέφει, να επανέρχεται 2. (για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὑπόστροφος «αυτός που γυρίζει πίσω, που επανέρχεται»] … Dictionary of Greek
φιλυπόστροφον — φιλυπόστροφος apt to return masc/fem acc sg φιλυπόστροφος apt to return neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυποστροφώτερα — φιλυπόστροφος apt to return neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυποστρόφοις — φιλυπόστροφος apt to return masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυποστρόφου — φιλυπόστροφος apt to return masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυποστρόφων — φιλυπόστροφος apt to return masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυπόστροφα — φιλυπόστροφος apt to return neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυπόστροφοι — φιλυπόστροφος apt to return masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυποστροφώδης — ῶδες, Α [φιλυπόστροφος] φιλυπόστροφος* … Dictionary of Greek
φιλυποστροφώ — έω, Μ [φιλυπόστροφος] (για νόσο) υποτροπιάζω … Dictionary of Greek